Ποιος ήταν ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας που εορτάζουμε την Πρωτοχρονιά
Ο φιλάνθρωπος άγιος από την Καισαρεία που συγχέεται με τον Santa Claus
Τον Άγιο ή Μέγα Βασίλειο εορτάζει την πρώτη ημέρα του νέου έτους η Ορθόδοξη Εκκλησία, (ταυτόχρονα με την περιτομή του Ιησού), ημέρα που παραδοσιακά στην Ελλάδα και άλλα ορθόδοξα κράτη δίνονται τα δώρα στα παιδιά και όχι στα Χριστούγεννα, όπως στα περισσότερα κράτη της Δύσης.
Ποιος ήταν, όμως, ο Βασίλειος από την Καισαρεία, όπως αναφέρεται και στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και γιατί ο βίος του συνδέθηκε με τον Άγιο που φέρνει δώρα στα παιδιά;
Ο Βασίλειος Καισαρείας (πόλης της Καππαδοκίας της Μικράς Ασίας) γεννήθηκε το 330 και εκοιμήθη την 1 Ιανουαρίου 379 (ημερομηνία που εξηγεί πιθανότατα γιατί εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου) ήταν επίσκοπος της ίδιας πόλης και υπήρξε σημαντικός θεολόγος και Πατέρας της Εκκλησίας. Υποστήριξε το Σύμβολο της Πίστεως και αντιτάχθηκε στις αιρέσεις των πρωτοχριστιανικών χρόνων, μεταξύ των οποίων και του Αρειανισμού. Είναι ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της Παιδείας, μαζί με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Ο πατέρας του, επίσης Βασίλειος και άγιος, ασκούσε το επάγγελμα του καθηγητή ρητορικής στη Καισάρεια της Καππαδοκίας και η μητέρα του, Αγία Εμμέλεια, ήταν απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων (ο πατέρας της είχε πεθάνει ως Χριστιανός μάρτυρας). Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο άγιος Ναυκράτιος που έγινε ασκητής, η Οσία Μακρίνα και ο άγιος Πέτρος, επίσκοπος Σεβαστείας.
Ο Βασίλειος μεταφέρθηκε από τη γιαγιά του Μακρίνα στο κτήμα των Αννήσων κοντά στον ποταμό Ίρι της Μικράς Ασίας, όπου ανατράφηκε από αυτήν μέχρι το θάνατό της και μετέπειτα από την πρωτότοκη αδερφή του Μακρίνα η οποία επηρέασε καθοριστικά τον μικρό Βασίλειο να στραφεί στην Χριστιανική πίστη. Την εγκύκλια παιδεία έλαβε από τον πατέρα του ενώ μετά την εκδημία του (γύρω στα 345) μετέβη στην Καισάρεια. Κατόπιν η ανάγκη του για περαιτέρω μόρφωση τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε κοντά στον γνωστό δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο και επακόλουθα στην Αθήνα.
Στην Αθήνα γνωρίστηκε με τον Γρηγόριο από την Καππαδοκία, αναπτύσσοντας μία μεγάλη φιλία, εγγράφηκε στη σχολή του Χριστιανού φιλοσόφου Προαιρεσίου και παρακολούθησε τη διδασκαλία του καθώς και τη διδασκαλία άλλων φιλοσόφων όπως ο Ιμέριος.
Επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στην πατρίδα του την Καισάρεια το καλοκαίρι του 356. Εκεί συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358, επηρεασμένος από τον θάνατο του αδελφού του μοναχού Ναυκρατίου, βαπτίζεται Χριστιανός, πιθανόν από τον επίσκοπο Διάνιο, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, επιθυμώντας την ανεύρεση κατάλληλου τόπου διαμονής.
Τον Ιανουάριο του 360 φαίνεται να συμμετείχε, ως παρατηρητής εντεταλμένος από τον επίσκοπο Διάνιο, στην αρειανική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για την έριδα μεταξύ Ομοουσιανών και Ομοιανών. Μετά την υπογραφή, από μέρους του Διανίου, του συμβόλου των Ομοιανών, ο Βασίλειος απογοητευμένος αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο της αδερφής του εγκαινιάζοντας τη μνημειώδη αλληλογραφία του με τον Γρηγόριο.
Το καλοκαίρι του 364 ο Ευσέβιος Καισαρείας τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Η μεγάλη δραστηριότητα και η μόρφωση του Βασιλείου προκάλεσαν τα ζηλόφθονα αισθήματα του Ευσεβίου γεγονός που οδήγησε τον πρώτο, για ακόμη μία φορά, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η μεσολάβηση, όμως, του Γρηγορίου επιφέρει εξομάλυνση των σχέσεων και την επιστροφή του Βασιλείου στην Καισάρεια. Μετά τον θάνατο του Ευσεβίου, με τη συνδρομή του Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού, εκλέγεται διάδοχός του στην επισκοπική έδρα της Καισάρειας.
Στον εκκλησιαστικό τομέα, ως επίσκοπος πλέον, ο Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), όντας σε επιστολική επικοινωνία με τον Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Η όλη του δραστηριότητα επιφέρει τη βαθμιαία αναγνώρισή του ως κοινού έξαρχου ολόκληρου του ασιατικού θέματος της Αυτοκρατορίας.
Το φιλανθρωπικό έργο και η Βασιλειάδα
Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή Βασιλειάδας. Εκεί διοχετεύει όλη την ποιμαντική του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ατόμων. Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων. Όπως αποδεικνύεται από επιστολές του, προσπαθούσε να λύσει προβλήματα εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου της Μικράς Ασίας, ορφανών, αδικημένων, ασθενών και απόρων και καθιέρωσε τη διανομή αγαθών – τρόφιμα, ρούχα, χρήματα- και κάθε είδους βοήθειας σε φτωχές οικογένειες, άπορους κ.λπ.
Καταπονημένος από την ευρεία δράση που ανέπτυξε σε πολλούς τομείς της χριστιανικής μαρτυρίας καθώς και την ασκητική ζωή, την οποία ακολουθούσε, ο Βασίλειος πεθαίνει την 1 Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 49 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχουν Ιουδαίοι, πιστοί της εθνικής θρησκείας και ένα πλήθος ανομοιογενούς θρησκευτικής και εθνικής απόχρωσης. Η παρακαταθήκη του υπήρξε το τεράστιο σε μέγεθος και σημασία θεολογικό – δογματικό του έργο μαζί με τη συμβολή του στη λειτουργική και την πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 1η Ιανουαρίου ενώ από το 1081 θεσπίζεται ο κοινός εορτασμός των Τριών Ιεραρχών ( Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου), στις 30 Ιανουαρίου ως προστατών των γραμμάτων και της παιδείας. Η Αγγλικανική και η Καθολική εκκλησία τιμούν την μνήμη του στις 2 Ιανουαρίου, ενώ η Λουθηρανική και η Επισκοπελιανή, στις 14 Ιουνίου.
H προέλευση της βασιλόπιτας
Το έθιμο της βασιλόπιτας συνδέεται επίσης με τον Άγιο Βασίλειο. Σερβίρεται στο γιορτινό τραπέζι της Πρωτοχρονιάς, δηλαδή την ημέρα που τιμάται η μνήμη του. Σύμφωνα με την παράδοση μπήκαν κάποτε εχθροί στην Καισάρεια και έκλεψαν όλα τα χρυσαφικά. Με ένα θαυματουργό τρόπο βρέθηκαν τα κοσμήματα και ο επίσκοπος Άγιος Βασίλειος σκέφτηκε να κάνει μια τεράστια πίτα, όπου μέσα έβαλε τα κοσμήματα. Καθένας που έπαιρνε ένα κομμάτι αποκτούσε και το κόσμημα που περιείχε το κομμάτι του. Έτσι όλοι ήταν ευχαριστημένοι που είχαν πάλι χρυσά κοσμήματα.
Το σίγουρο είναι ότι ο Άγιος Βασίλειος δεν έχει καμία σχέση με τον Santa Claus από το Ροβανιέμι και τους… τάρανδους, ούτε όμως και με τον Άγιο Νικόλαο άλλων κρατών της Δύσης, που επίσης είναι στις τοπικές παραδώσεις τους ο Άγιος που φέρνει δώρα στα παιδιά.