Τουρκικές εκλογές: Πώς βλέπει η Ελλάδα το αποτέλεσμα
Φόβοι και ελπίδες μετά τον πρώτο γύρο των τουρκικών εκλογών για την ανάδειξη προέδρου – Τι προβληματίζει την Αθήνα
Τι σημαίνει για την Ελλάδα η διάψευση των δημοσκοπήσεων που εμφάνιζαν την τουρκική αντιπολίτευση να προηγείται στις εκλογές της Κυριακής; Είναι το διαφαινόμενο πλεονέκτημα υπέρ του Ταγίπ Ερντογάν και η διενέργεια δεύτερου γύρου θετική εξέλιξη, με δεδομένο ότι ίσως είναι καλύτερο για τη χώρα μας να συνδιαλέγεται με «τον διάβολο που ξέρει» παρά με έναν απρόβλεπτο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου;
Η Αθήνα αντιμετωπίζει με ψυχραιμία το αποτέλεσμα και είναι έτοιμη να συνεργαστεί με όποιον αναδειχθεί νικητής σε δύο εβδομάδες. Αυτό είναι το μήνυμα του ΥΠΕΞ Νίκου Δένδια, ο οποίος εξέφρασε χθες την ελπίδα πως θα συνεχιστεί το κλίμα που δημιουργήθηκε με την επίσκεψή του στις σεισμόπληκτες περιοχές της Τουρκίας και «θα δοθεί ένα παράθυρο ευκαιρίας να προσπαθήσουμε να βρούμε μια λύση στη διαφορά μας». Επισήμανε, δε, πως η ρητορική Ερντογάν το τελευταίο διάστημα τείνει προς τη δημιουργία αυτής της ελπίδας. Υπενθυμίζεται ότι σε προεκλογική δήλωσή του στην «Κ» και στον ανταποκριτή μας Μανώλη Κωστίδη, ο Τούρκος πρόεδρος είχε πει:
«Με την Ελλάδα μπορούμε να αφήσουμε στην άκρη τις εχθρότητες και τους ανταγωνισμούς, αυτό έφθειρε πολύ και τις δύο χώρες και δεν πρέπει να συνεχιστεί. Εύχομαι οι εκλογές και της Ελλάδας και της Τουρκίας να γίνουν η αρχή μιας νέας εποχής. Εμείς από την Τουρκία στέλνουμε στην Ελλάδα τους εγκάρδιους φιλικούς χαιρετισμούς μας». Εξίσου συμφιλιωτικός εμφανίστηκε εξάλλου την Κυριακή σε αντίστοιχη δήλωσή του στην κυριακάτικη «Κ» και ο Κιλιτσντάρογλου: «Ως προς τις σχέσεις με την Ελλάδα, θέλουμε να μετατρέψουμε το Αιγαίο πέλαγος σε περιοχή ειρήνης, όπως συνέβη την περίοδο που ήταν ΥΠΕΞ ο Ισμαήλ Τζεμ».
Παράθυρο για επαφές χωρίς ψευδαισθήσεις
Η παραπομπή των τουρκικών προεδρικών εκλογών σε δεύτερο γύρο ανάμεσα στον νυν πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και στον υποψήφιο του συνασπισμού των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου δεν προκάλεσε καμία εντύπωση στην Αθήνα. Παρά τον γενικότερο επικοινωνιακό θόρυβο, ήταν σαφές ότι η αρχική ορμητική άνοδος της αντιπολίτευσης είχε αγγίξει τις τελευταίες ημέρες μια πολύ συγκεκριμένη οροφή, περί το 45%-46%. Δεδομένης της εκκρεμότητας που υπάρχει και στην Ελλάδα, η οποία θα βρεθεί στις κάλπες την Κυριακή, και εκτός απροόπτου για δεύτερη φορά την πρώτη Κυριακή του Ιουλίου, η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών περνάει μέσα και από αυτό το φίλτρο. Βέβαια, ουδείς πιστεύει ότι οι πιθανότητες ανατροπής της τρέχουσας ισορροπίας υπέρ του Ερντογάν είναι πραγματικά υπαρκτές, δεδομένης μάλιστα της ατμόσφαιρας που επικρατεί στο εσωτερικό του αντιπολιτευτικού συνασπισμού μετά τα απογοητευτικά αποτελέσματα της Κυριακής.
Ιδια πολιτική
Στην Αθήνα, όπως το προηγούμενο χρονικό διάστημα σημειώθηκε και δημοσίως από κάθε επίσημο δίαυλο, δεν υπάρχουν ψευδαισθήσεις σχετικά με τις προοπτικές αλλαγής στρατηγικής της Τουρκίας ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Η διαφαινόμενη επικράτηση του Ερντογάν, ο οποίος αποτελεί τον πολιτικό ηγέτη που εφαρμόζει στην πράξη το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και επιθυμεί τη μετατροπή της χώρας του σε πυλώνα ισχύος με αυξημένη αυτονομία από τη Δύση, δεν αλλάζει τα βασικά σενάρια για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις το επόμενο χρονικό διάστημα. Αν και –όπως έχει προ δύο εβδομάδων σημειώσει η «Κ»– σε σημαντικούς πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους στην Αθήνα υπάρχει η εκτίμηση πως μια τελευταία θητεία ίσως οδηγήσει τον Ερντογάν στην ανάγκη να κατασκευάσει μια κληρονομιά, στην οποία θα περιλαμβάνεται η οικονομική ανοικοδόμηση και η επίλυση των διαφορών με τους γείτονες της Τουρκίας.
Παρότι αυτή η θέση περιγράφεται δημοσίως ως βούληση και της Αγκυρας, εκείνο που διαφεύγει είναι ότι η επίλυση αυτή θα πρέπει να γίνει με συγκεκριμένους όρους, οι οποίοι δεν είναι καθόλου βέβαιο πως μπορεί να γίνουν αποδεκτοί από την Αθήνα. Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι λεπτομέρειες θα συζητηθούν εν καιρώ. Αυτή, πάντως, η γενική εικόνα είναι και εκείνη που οδηγούσε πολλούς αρμοδίους στην Αθήνα στην προσέγγιση ότι η επανεκλογή του Ερντογάν είναι μάλλον προτιμότερη για την Ελλάδα από την ανάδειξη στην εξουσία ενός ετερόκλητου συνασπισμού. Βέβαια, και στη μια και στην άλλη περίπτωση τα κύρια κόμματα έχουν μπολιαστεί από την εθνικιστική ιδεολογία, ρεύμα κυρίαρχο σε όλα τα φάσματα της τουρκικής πολιτικής.
Αξιοποίηση νηνεμίας
Οπως είναι ήδη γνωστό, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει εκφράσει την πρόθεσή του να συναντηθεί όποτε απαιτηθεί με τον πρόεδρο της Τουρκίας, ενώ έχει περιγράψει και τις ρεαλιστικές προσδοκίες του. Και είναι βεβαίως σαφές πως ακόμη και σε περίπτωση ανατροπών στις ελληνικές εκλογές, ο δίαυλος αυτός σε ανώτατο επίπεδο θα ανοίξει.
Στην Αθήνα υπάρχει πολιτική βούληση να αξιοποιηθεί το παράθυρο νηνεμίας που άνοιξε μετά τις 6 Φεβρουαρίου και τους καταστροφικούς σεισμούς στη νότια και νοτιοανατολική Τουρκία. Στην Ουάσιγκτον, παρά την προφανή ψυχρολουσία όπως αυτή καταγράφηκε μετά τη γνωστοποίηση ότι τελικά ο Ερντογάν θα είναι πρόεδρος της Τουρκίας για ακόμη πέντε χρόνια, υπάρχει επίσης βούληση αλλά και σχεδιασμός να μη μείνει αναξιοποίητο το παράθυρο ευκαιρίας για διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε Αθήνα και Αγκυρα, ακόμη και αν απαιτηθεί να γίνουν βήματα μέσα στο καλοκαίρι. Αμέσως, δηλαδή, μετά την ολοκλήρωση των εκλογών του Ιουλίου στην Ελλάδα, εφόσον βέβαια απαιτηθεί να γίνει κάτι τέτοιο.
Προέχει η αποκατάσταση διαύλου επικοινωνίας με τον Ερντογάν
Αν και τα πρόσωπα δεν είναι απαραιτήτως καθοριστικά στη διαμόρφωση και άσκηση της πολιτικής ενός κράτους, στην περίπτωση της Τουρκίας, ελλείψει θεσμών και λόγω υπερσυγκέντρωσης εξουσιών στο Λευκό Παλάτι, ο Ερντογάν είναι άκρως επιδραστικός στην εξωτερική πολιτική. Στα ελληνοτουρκικά, αυτό που χρειάζεται να γίνει πρώτα είναι να αποκατασταθεί ο απευθείας δίαυλος επικοινωνίας με τον Ερντογάν. Να καλλιεργηθεί εμπιστοσύνη μεταξύ του Ελληνα πρωθυπουργού και του Τούρκου προέδρου. Το πολιτικό μομέντουμ, μετά την ολοκλήρωση των εκλογών στην Ελλάδα, θα υπάρχει, αφού και οι δύο ηγεσίες θα έχουν μπροστά τους καθαρό πολιτικό χρόνο για τολμηρές αποφάσεις και όντας στην αρχή της θητείας τους θα μπορούν να απορροφήσουν τυχόν κραδασμούς.
Αν όμως δεν υπάρξει ουσιαστική εξέλιξη επί τα βελτίω, μετά ένα το πολύ ενάμιση χρόνο, δεν αποκλείεται να επιστρέψουμε στην ένταση του περασμένου χρονικού διαστήματος, πριν από τον σεισμό. Μου έλεγε χαρακτηριστικά ένας Τούρκος συνάδελφος ότι ο Ερντογάν θα δώσει μια ευκαιρία στον διάλογο με την Ελλάδα, όπως και με τις υπόλοιπες χώρες της περιοχής, με ερωτηματικό βέβαια την Κύπρο. Αλλά κάλλιστα μπορεί μέσα σε ένα λεπτό να θυμηθεί τον κακό του εαυτό. Πάντως ο Τούρκος πρόεδρος αισθάνεται –μετά τη διαφαινόμενη επανεκλογή του– πανίσχυρος, εντούτοις στην πράξη θα είναι πιο εύθραυστος, όπως και η οικονομία του. Προς τούτο, επειδή είναι αναγκασμένος να στραφεί στη Δύση για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων και εν γένει κεφαλαίων υποστηρικτικών προς την ανάκαμψη της οικονομίας, η Ελλάδα μπορεί να σταθεί αρωγός σε αυτή την προσπάθεια σε σχέση με την Ε.Ε., ειδικότερα δε για την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης. Ομως μια τέτοια συμβολή θα συνοδεύεται από όρους και προϋποθέσεις σε σχέση με τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Σε κάθε περίπτωση, εμείς πρέπει να έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων και να μην περιμένουμε από τους Δυτικούς ή από τους Τούρκους να είναι αυτοί που θα δίνουν τον τόνο, που χωρίς την ενεργό συμμετοχή μας θα είναι ολοένα και πιο συναλλακτικός. Εμείς επιθυμούμε και επιζητούμε ένα πλαίσιο (κοινά αποδεκτών) κανόνων τόσο στις διμερείς όσο και στις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Δύο τελευταίες παρατηρήσεις: Πρώτον, αναφορικά με την ενίσχυση των ακραία εθνικιστικών σχηματισμών, το ποσοστό των οποίων αγγίζει αθροιστικά το 25%, διόλου αμελητέο, αν μάλιστα συνυπολογίσουμε ότι αρκετοί ακόμη εθνικιστές «κρύβονται» σε μεγαλύτερα κόμματα, όπως το AKP αλλά και το CHP. Και δεύτερον, σχετικά με την υστεροφημία Ερντογάν. Ο τελευταίος θα έχει μία τελευταία θητεία μέχρι το 2028 για να αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στη νεότερη Τουρκία.
Ηδη μιλάει για τον επόμενο αιώνα της χώρας του που εκκινεί φέτος, και το ερώτημα είναι επί ποία βάση θα ορίσει την υστεροφημία του. Αυτή του αναμορφωτή της τουρκικής οικονομίας και του μεταρρυθμιστή, αν μη τι άλλο του Συντάγματος (έστω και προς το αυταρχικότερο), ή του διαπεριφερειακού ηγεμόνα με τάσεις παγκόσμιας δύναμης (έστω και αν είναι εκτός πραγματικότητας). Ο Ερντογάν θεωρεί ότι το παγκόσμιο σύστημα βρίσκεται σε ανακατάταξη και είναι η ευκαιρία του να καθιερώσει την Τουρκία ως μια δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας. Κατά την άποψή του αυτό το εγχείρημα περνάει μέσα από την επικυριαρχία τουλάχιστον στο εγγύς εξωτερικό, άρα Ελλάδα και Κύπρος αποτελούν εμπόδια. Ας ελπίσουμε, χωρίς πάντως να έχουμε μεγάλες προσδοκίες, ότι θα συνειδητοποιήσει εγκαίρως πως η ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας, τουλάχιστον σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, εξαρτάται από τη συνεργατική διάθεση της Αγκυρας και τις γενικότερες συμπράξεις στην περιοχή και όχι από το ξετύλιγμα μιας αναθεωρητικής ατζέντας που οδηγεί σε αέναους ανταγωνισμούς, οι οποίοι αντί να ενώνουν απομονώνουν.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων, καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος και αναλυτής διεθνών θεμάτων του AΝΤ1.