Συνέντευξη- Τ. Αναστασάτος (Eurobank): Οι ευκαιρίες για την οικονομία- Τι θα γίνει με τα επιτόκια (video)
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank παρουσιάζει τις βασικές προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες για την ελληνική οικονομία και εξηγεί γιατί υπάρχει το spread στα ελληνικά επιτόκια
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank παρουσιάζει τις βασικές προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες για την ελληνική οικονομία και εξηγεί γιατί υπάρχει το spread στα ελληνικά επιτόκια
Έχοντας αφήσει πίσω της τη δύσκολη δημοσιονομική περίοδο του παρελθόντος, αλλά και την πανδημική κρίση, η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ισχυρούς ρυθμούς. Με βάση τα τελευταία -εποχικά διορθωμένα- στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ, κατά το 4ο τρίμηνο του 2022 παρουσίασε αύξηση 1,4%, σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2022, ενώ σε σύγκριση με το 4ο τρίμηνο του 2021 παρουσίασε αύξηση κατά 5,2%. Ωστόσο, υπάρχουν επιφυλάξεις- κυρίως από διεθνείς αναλυτές- για το αν η ελληνική οικονομία μπορεί να διατηρήσει αυτή τη δυναμική σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, κάτι που είναι απαραίτητο για τη συνέχιση της αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους.
Το euronews μίλησε με τον Τάσο Αναστασάτο, επικεφαλής οικονομολόγο της Eurobank και πρόεδρο της Συντονιστικής Επιτροπής Οικονομικής Ανάλυσης της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών για τις προοπτικές, αλλά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, τις πολιτικές των ελληνικών τραπεζών, την πολιτική αβεβαιότητα των εκλογών και την αναβάθμιση της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα.
Σ. Τουχτίδου: Η ελληνική οικονομία έχει πετύχει εντυπωσιακές επιδόσεις, ωστόσο οι Οίκοι Αξιολόγησης προειδοποιούν για αναιμική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Συμμερίζεστε αυτές τις ανησυχίες;
Τ. Αναστασάτος: «Όσον αφορά το μέσο χρονικό διάστημα, δεν τη συμμερίζομαι. Θεωρώ ότι υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για τους οποίους η ελληνική οικονομία μπορεί να υπεραποδώσει έναντι της Ευρωζώνης τα επόμενα χρόνια, τα επόμενα, τουλάχιστον 3-5 χρόνια. Οι λόγοι αυτοί είναι πολύ ουσιαστικοί και περιλαμβάνουν : το πολύ μεγάλο πακέτο επιδοτήσεων και δανείων του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης (θυμίζω ότι η Ελλάδα είναι ο σημαντικότερος δικαιούχος σε σχέση με το ΑΕΠ) και το ΕΣΠΑ, το οποίο επίσης θα προσθέσει αρκετούς πόρους στην ανάπτυξη της οικονομίας τα επόμενα χρόνια, μέχρι την καλή φήμη της χώρας στο πεδίο του τουρισμού που οικοδομήθηκε τα τελευταία χρόνια και θα έλεγα και την άφθονη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος, η οποία μπορεί να στηρίξει επιχειρήσεις και νοικοκυριά το επόμενο χρονικό διάστημα. Επομένως, νομίζω ότι για την επόμενη τριετία έως πενταετία είναι εφικτό να δούμε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 3% κατά μέσο όρο. Στο μακροχρόνιο διάστημα, υπάρχουν προκλήσεις οι οποίες συναρτώνται πρώτον, με τη μείωση του κεφαλαιουχικού αποθέματος της χώρας στα προηγούνα χρόνια, όσο και με το δημογραφικό πρόβλημα, το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις, θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια και στο πεδίο της προσέλκυσης επενδύσεων, αλλά και στο πεδίο της προόδου των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αποτελούν κατά τη γνώμη μου και τη σημαντικότερη κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη στο μακροχρόνιο διάστημα.»
Το «αγκάθι» του δημογραφικού προβλήματος
Σ. Τουχτίδου: Το δημογραφικό πρόβλημα γιατί είναι τόσο επίφοβο;
Τ. Αναστασάτος: «Οι προβολές όλων των σημαντικών διεθνών οργανισμών λένε ότι η χώρα έχει μία από τις χειρότερες καμπύλες γήρανσης του πληθυσμού και μείωσης του πληθυσμού τα επόμενα χρόνια Έχει χάσει επίσης ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της κατά τη διάρκεια των ετών της κρίσης χρέους και ως εκ τούτου ο αριθμός των ανθρώπων που συμμετέχουν στο εργατικό δυναμικό, όσο και τα χαρακτηριστικά τους (ηλικία, μορφωτικό επίπεδο κλπ) δεν είναι ευνοϊκά για την ανάπτυξη στο πολύ μακροχρόνιο διάστημα. Επομένως, είναι σημαντικό να προσελκυστούν επενδύσεις που θα μας φέρουν περισσότερες και πιο ποιοτικές δουλειές και θα κινητροδοτήσουν την επιστροφή των ανθρώπων που έφυγαν στο εξωτερικό.»
Σ. Τουχτίδου: Επειδή θέσατε το θέμα του δημογραφικού και το συνδέσατε με την ανάγκη μεταρρυθμίσεων, υπάρχει περίπτωση να ανοίξει και πάλι στην Ελλάδα θέμα συνταξιοδοτικού, όπως έχει γίνει σε άλλες χώρες της Ευρώπης;
Τ. Αναστασάτος: «Νομίζω ότι το συνταξιοδοτικό έχει αντιμετωπιστεί σε σημαντικό βαθμό από τις μεταρρυθμίσεις το προηγούμενο χρονικό διάστημα και -στο βαθμό στον οποίον εφαρμοστούν οι πρόνοιες των μεταρρυθμίσεων- η βιωσιμότητά του στο μακρινό διάστημα είναι εξασφαλισμένη.»
Πώς θα κερδίσουμε την επενδυτική βαθμίδα
Σ. Τουχτίδου: Η Ελλάδα περιμένει την αναβάθμισή της στην επενδυτική βαθμίδα. Θέλω να μας εξηγήσετε αν αυτή η εξέλιξη είναι όντως σημαντική, αν θα επηρεάσει με κάποιο τρόπο την καθημερινότητα του πολίτη και πότε μπορούμε να την περιμένουμε;
Τ. Αναστασάτος: «Είναι σημαντική. Είναι σημαντική γιατί η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας θα επηρεάσει πτωτικά το κόστος δανεισμού τόσο του δημόσιου τομέα όσο και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Για το μεν δημόσιο, δεν είναι τόσο σημαντικό με την έννοια ότι ούτως ή άλλως απολαμβάνει πολύ ευνοϊκά χαρακτηριστικά (μεγάλες λήξεις και χαμηλά επιτόκια). Είναι όμως σημαντικό για τον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, θα επιτρέψει να μπει η χώρα στο « ραντάρ » κάποιων επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία βάσει καταστατικού δεν μπορούν να επενδύουν σε χώρες που δεν έχουν επενδυτική διαβάθμιση. Επομένως, η αναβάθμισή θα βοηθήσει στην εισροή κεφαλαίων στη χώρα. Αλλά και στο συμβολικό επίπεδο, είναι σημαντικό η χώρα να γυρίσει στην κανονικότητα της επενδυτικής βαθμίδας, όπως και όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Τώρα, όσο αφορά στον χρόνο, νομίζω ότι είναι επισφαλές να γίνουν προβλέψεις. Μπορώ να σου πω όμως ποιες νομίζω ότι είναι οι βασικές παράμετροι τις οποίες κοιτούν οι Οίκοι Αξιολόγησης για να χορηγήσουν την επενδυτική βαθμίδα.
Νομίζω ότι δύο είναι οι βασικότερες παράμετροι :
- πρώτον η δημοσιονομική σταθερότητα και
- δεύτερον, η πρόοδος των μεταρρυθμίσεων οι οποίες τονώνουν την ανάπτυξη.
Στο βαθμό στον οποίον προκύψει από τις εκλογές μια κυβέρνηση η οποία έχει, πρώτον, μια προσκόλληση στη δημοσιονομική σταθερότητα και δεύτερον, προωθήσει μια φιλόδοξη και εμπροσθοβαρή ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, είναι θέμα πολύ λίγου χρόνου η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.»
Σ. Τουχτίδου: Η πολιτική αστάθεια μπορεί να είναι μια παράμετρος;
Τ. Αναστασάτος: «Θεωρώ ότι σε αντίθεση με αυτά που είδαμε τα προηγούμενα χρόνια, οι βασικές πολιτικές δυνάμεις πλέον συγκλίνουν στις βασικές κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής και επομένως κατ’ αυτή την έννοια δεν αισθάνομαι ότι υπάρχουν περιθώρια πολύ μεγάλων δυσάρεστων εκπλήξεων, οτιδήποτε και αν συμβεί το επόμενο χρονικό διάστημα. Η χώρα θα παραμείνει στο ευρώ, θα σεβαστεί τους πυλώνες των δεσμεύσεών της κοκ. Ακόμη και αν μεσολαβήσει μια περίοδος μεγαλύτερης του αναμενόμενου προεκλογικής περιόδου, -ως γνωστόν η αβεβαιότητα της προεκλογικής περιόδου δεν ωφελεί την οικονομία – στο τέλος της ημέρας θα προκύψει μια οικονομική πολιτική η οποία δεν θα παρουσιάζει πολύ μεγάλες ασυνέχειες.
Πάνω σε αυτό το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μια εκλογική χρονιά που δεν ξέρουμε πότε θα τελειώσει, σας προβληματίζει για το τι επιπτώσεις μπορεί να έχει ευρύτερα στην ελληνική οικονομία;
Όπως σας είπα, η αβεβαιότητα είναι κάτι το οποίο δεν ευχαριστεί την οικονομία και ιδίως τις επενδύσεις, οι οποίες είναι το τμήμα του ΑΕΠ που πλήττεται περισσότερο από την αβεβαιότητα. Από την άλλη, στο βαθμό στον οποίο προκύψει μια κυβέρνηση με καθαρό πεδίο μπροστά της, μια σαφή μεταρρυθμιστική ατζέντα και χωρίς τα προσκόμματα τα οποία θέτουν αυτού του είδους οι αβεβαιότητες, αυτό μπορεί να λειτουργήσει έως και επωφελώς για την οικονομία, με την έννοια ότι θα έχουν αρθεί εμπόδια που αυτή τη στιγμή υπάρχουν στον ορίζοντα για τη διεξαγωγή των μεταρρυθμίσεων.»
Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις
Σ. Τουχτίδου: Επαναλαμβάνετε συχνά την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις. Μπορείτε να μας προσδιορίσετε σε ποιους τομείς είναι πιο κρίσιμοι;
Τ. Αναστασάτος: «Είναι πράγματα τα οποία τα έχουμε συζητήσει αρκετά τα προηγούμενα χρόνια στη χώρα. Νομίζω ότι όλοι έχουμε μια βασική εικόνα για το ποιες είναι οι μεταρρυθμίσεις που έχει περισσότερο ανάγκη η ελληνική οικονομία. Εγώ θα έμενα στην ανάγκη για:
• την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης
• τη βελτίωση δομών, διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης και της αξιολόγησης του προσωπικού
• την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης
• τη βελτίωση της εκπαίδευσης και δη της τριτοβάθμιας και τη σύνδεσή της με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας
• τη βελτιστοποίηση του πλαισίου για την αδειοδότηση των επενδύσεων, τις χρήσεις γης και το κτηματολόγιο,
• την κατάρτιση και τη βελτίωση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού.»
Ισχυρή η θέση των ελληνικών τραπεζών- Τι θα γίνει με τα επιτόκια
Σ. Τουχτίδου: Η Ελλάδα βρίσκεται μέσα σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο, το οποίο και αυτό οικονομικά αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις, μια εκ των οποίων είναι η ανησυχία μια για μια νέα τραπεζική κρίση. Συμμερίζεστε αυτή την ανησυχία ότι μπορεί να εκδηλωθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο ; Υπάρχει περίπτωση να φτάσει και στη χώρα μας;
Τ. Αναστασάτος: «Οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που βίωσε η παγκόσμια οικονομία από το 2008 και επομένως η πιθανότητα επανάληψης μιας τέτοιας κρίσης δεν είναι σημαντική. Το 2008 είχαμε μια κρίση η οποία ξέσπασε λόγω της υπερβολικής ανάληψης κινδύνων, της υπερβολικής έκθεσης κάποιων αμερικανικών τραπεζών στα χρηματοοικονομικά παράγωγα και ούτω καθεξής. Αυτή την φορά οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες και γενικότερα οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες είναι σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν, έχουν πολύ λιγότερους κινδύνους στον ισολογισμό τους, έχουν καλύτερη κεφαλαιακή επάρκεια και έχουν και πολύ πιο στενή εποπτεία από τις Κεντρικές Τράπεζες.
Το ίδιο ισχύει -σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό – και για τις ελληνικές τράπεζες. Συγκεκριμένα**, οι ελληνικές τράπεζες είναι στην καλύτερη κατάσταση που είχαν τα τελευταία τουλάχιστον 20 χρόνια.** Η κεφαλαιακή τους επάρκεια είναι τουλάχιστον 5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη από αυτή των προ κρίσεως επιπέδων. Έχουν μια τεράστια ρευστότητα. Ο λόγος δανείων προς καταθέσεις είναι λίγο πάνω από το 60%. Έχουν αντιμετωπίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα NPLs, από το 48% όπου είχαν κορυφωθεί, αυτή τη στιγμή σε όλους τους συστημικούς ομίλους, είναι στην περιοχή του 6% περίπου. Έχουμε και μια υγιή κερδοφορία, η οποία επιτρέπει στις τράπεζες να οργανικό τρόπο να να βελτιώνουν τα κεφάλαιά τους εσωτερικά. Επομένως, δεν αντιμετωπίζουμε ανησυχίες.
Αντιθέτως, οι ελληνικές τράπεζες αποτελούν ένα πυλώνα σταθερότητας για το οικονομικό σύστημα. Από κει και πέρα, η οικονομική ιστορία βρίθει παραδειγμάτων στις οποίες μια μικρή βιοσυστημική περίπτωση ή ακόμα και ένας πανικός, ο οποίος δεν δικαιολογείται από τα θεμελιώδη μεγέθη, προκάλεσε αναταράξεις. Σε αυτή την περίπτωση, την οποία δεν τη θεωρώ πολύ πιθανή, αλλά εάν συμβεί κάτι τέτοιο, ο επόπτης -η ΕΚΤ- είναι διαθέσιμος. Μας έχει δείξει ότι και παρέχει λεκτικές διαβεβαιώσεις, οι οποίες είναι σημαντικές για τη σταθερότητα του συστήματος, αλλά αν χρειαστεί παρέχει και ρευστότητα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει μια τεράστια δύναμη πυρός που μπορεί να παρέχει ρευστότητα εάν, οψόποτε χρειαστεί, για να στηρίξει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.»
Σ. Τουχτίδου: Αναφερθήκατε στην πολύ καλή θέση των ελληνικών τραπεζών, ειδικά σε σχέση με το παρελθόν. Υπάρχει όμως η κριτική ότι η εν μέρει αυτό γίνεται εις βάρος των πελατών σας. Αναφέρομαι στο spread των επιτοκίων μεταξύ χορηγήσεων και καταθέσεων.
Τ. Αναστασάτος: «Κοιτάξτε, αφενός πρέπει να πούμε ότι η διαφορά επιτοκίου μεταξύ καταθέσεων και δανείων αφορά και οι συστημικούς κινδύνους, οι οποίοι αφορούν τη χώρα. Αλλά πέραν αυτού, θα ήθελα να σημειώσω κάποια πράγματα, τα οποία ίσως δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό και θα ήταν καλό να τα πούμε :
- πρώτον, τα επιτόκια -και ιδίως των καταθέσεων- ακολουθούν τις αύξησεις στο επιτόκιο παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με μια χρονική υστέρηση, δεν συμβαίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Επομένως στο βαθμό στον οποίο τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανεβαίνουν, κάποια στιγμή ανεβαίνουν και τα επιτόκια των νέων καταθέσεων.
- δεύτερον, δεν είναι αλήθεια ότι τα επιτόκια των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες είναι σε μηδενικά επίπεδα, τα επιτόκια και δη τα επιτόκια στις καταθέσεις προθεσμίας ανεβαίνουν σημαντικά τις τελευταίες εβδομάδες και είναι πλέον σε επίπεδα συγκρίσιμα με αυτά των υπολοίπων ευρωπαϊκών τραπεζών.
- τρίτον, θα ήθελα να θυμίσω ότι τα προηγούμενα χρόνια, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε αρνητικά επιτόκια παρέμβασης και πολλοί μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι στην Ευρώπη μετέφεραν, μετακύλησαν αυτό το κόστος στους πελάτες τους, οι ελληνικές τράπεζες δεν το έπραξαν. Διατήρησαν μη αρνητικά επιτόκια καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης. Επομένως, μιλάμε για μια διαφορετική τραπεζική κουλτούρα και αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να έχουμε στο νου μας.»
Σ. Τουχτίδου: Τώρα, με την πίεση που δέχονται πολλοί δανειολήπτες και από το αυξημένο κόστος ζωής και από την αύξηση των επιτοκίων, υπάρχει κίνδυνος να έχουμε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων ;
Τ. Αναστασάτος: «Για να βάλουμε τα πράγματα σε μια προοπτική, τα επιτόκια τα οποία εφαρμόζονται αυτή τη στιγμή δεν είναι υπερβολικά υψηλά σε ιστορική κλίμακα. Θα έλεγα μάλλον ότι είναι «πιο κανονικά» σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο που είχαμε μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια, κάτι που ήταν μια «οικονομική ανορθογραφία». Η «κανονική κατάσταση» είναι περίπου αυτή που είμαστε τώρα. Επομένως, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δεν έχουν να αντιμετωπίσουν ένα κόστος το οποίο είναι δυσανάλογα μεγαλύτερο σε σχέση με την ιστορική εμπειρία.»
Σ. Τουχτίδου: Προστίθεται όμως στο αυξημένο κόστος ζωής.
Τ. Αναστασάτος: «Σύμφωνοι, αυτό είναι αληθές. Αλλά, από την άλλη πλευρά η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μια ενίσχυση του εισοδήματος από την δημοσιονομική πολιτική, υπάρχουν αναπτυξιακές τάσεις και δη στην ελληνική οικονομία, όπως είπαμε, με δυνατότητα υπεραπόδοσης τα επόμενα χρόνια. Όλα αυτά στηρίζουν το διαθέσιμο εισόδημα. Παρακολουθούμε πάρα πολύ στενά τις εξελίξεις στον τομέα των επισφαλειών, μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάποια σημαντική επιβάρυνση των δεικτών μη εξυπηρέτησης δανείων. Φυσικά παραμένουμε σε εγρήγορση για οτιδήποτε πιθανά να συμβεί στο μέλλον.»