Φτωχός Ευρωπαίος ο Ελληνας μισθωτός – Σε χαμηλά επίπεδα οι αμοιβές
Ο εργαζόμενος στην Ελλάδα είναι ο μοναδικός στην Ευρώπη που εξακολουθεί να έχει χαμηλότερο ονομαστικό μισθό σε σχέση με πριν από μια 10ετία. Αν συγκρίνουμε μάλιστα με τα προ μνημονίων επίπεδα, οι απώλειες φθάνουν στο 17% χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η όποια ζημιά έχει προκαλέσει ο πληθωρισμός.
Ο εργαζόμενος στην Ελλάδα είναι ο μοναδικός στην Ευρώπη που εξακολουθεί να έχει χαμηλότερο ονομαστικό μισθό σε σχέση με πριν από μια 10ετία. Αν συγκρίνουμε μάλιστα με τα προ μνημονίων επίπεδα, οι απώλειες φθάνουν στο 17% χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η όποια ζημιά έχει προκαλέσει ο πληθωρισμός.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, ακόμη και το 2013 –εν μέσω μνημονιακής θύελλας– η Ελλάδα εξακολουθούσε να διατηρεί τη 14η θέση στην Ευρώπη με βάση τις μέσες ετήσιες αποδοχές του εργαζομένου με πλήρη απασχόληση. Σήμερα κατατάσσεται στην 5η θέση από το τέλος μεταξύ των 27 χωρών-μελών. Ξεπερνάμε μόνο τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία, ενώ με την Πολωνία οι διαφορές είναι πλέον ελάχιστες.
Αποκλίνουμε συνεχώς
Η απόκλιση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες συνεχίζεται, καθώς ακόμη και την τελευταία 2ετία που οι μισθοί ξεκίνησαν και πάλι να ανεβαίνουν, η… ταχύτητα είναι η 2η μικρότερη στην Ε.Ε. Μείζον πρόβλημα αποτελεί η υστέρηση στην ανταγωνιστικότητα της εργασίας, οι κρατήσεις στους μισθούς –το λεγόμενο μη μισθολογικό κόστος– που παραμένουν υψηλές, παρά τις μειώσεις των τελευταίων ετών, αλλά και οι πολύ χαμηλοί μισθοί που δίνουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα.
To ύψος των μισθών και η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας αναδεικνύεται στο νούμερο ένα πρόβλημα των νοικοκυριών. Ειδικά μετά την πληθωριστική έκρηξη, το γεγονός ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην προτελευταία θέση με βάση την παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ έχει εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δίνουν πολύ χαμηλούς μισθούς, καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια ανάκτησης της χαμένης αγοραστικής δύναμης.
1. Την τελευταία 10ετία η Ελλάδα είχε αρνητικό πρόσημο στην παραγωγικότητα της εργασίας, με αποτέλεσμα να αποκλίνει από την Ε.Ε. Ο δείκτης με βάση τα στοιχεία της Ε.Ε. παίρνει σχεδόν την ίδια τιμή με το 2015, όταν ο δείκτης για την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. είναι 12%-14% πάνω από τα συγκεκριμένα επίπεδα.
2. Ο μέσος μηνιαίος μισθός στον ιδιωτικό τομέα διαμορφώνεται στα 1.038 ευρώ μεικτά τον μήνα με βάση τα στοιχεία του περασμένου Φεβρουαρίου. Φτάνουν στα 1.251 ευρώ για την πλήρη απασχόληση και στα 430 ευρώ για τη μερική απασχόληση.
Παρατηρείται πολύ μεγάλη απόκλιση μεταξύ των μικρών και των μεγάλων επιχειρήσεων. Στις εταιρείες με περισσότερα από 10 άτομα προσωπικό, ο μέσος μισθός φτάνει στα 1.159 ευρώ (1.343 ευρώ για την πλήρη απασχόληση και 468 ευρώ για τη μερική απασχόληση), ενώ για τις εταιρείες με λιγότερα από 10 άτομα προσωπικό, ο μέσος μισθός πέφτει μόλις στα 686 ευρώ: 373 ευρώ για τη μερική απασχόληση και 898 ευρώ για την πλήρη απασχόληση.
Απογοητευτική η σύγκριση
Τα στοιχεία της Eurostat για την εξέλιξη του μέσου ετήσιου μισθού που καταβάλλεται σε έναν εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης αποτυπώνουν την εικόνα όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στο τέλος του 2022. Κριτήριο σύγκρισης, οι μεικτές ετήσιες αποδοχές για τον εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης. Αυτό «ωραιοποιεί» την ελληνική πραγματικότητα, καθώς αν συνυπολογιστούν και οι εκατοντάδες χιλιάδες μερικώς απασχολούμενοι, ο μέσος όρος στην Ελλάδα υποχωρεί ακόμη χαμηλότερα.
Στο τέλος του 2022 οι μέσες ετήσιες αποδοχές εργαζομένου πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα ανήλθαν στα 16.661 ευρώ. Στο ποσό συμπεριλαμβάνεται και ο 13ος και ο 14ος, ενώ τα ποσά είναι τα μεικτά, μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές. Η Ελλάδα έπιασε… πάτο την περίοδο 2018-2020, όταν ο μέσος μισθός υποχώρησε στα 15.740 έως 15.829 ευρώ. Μετά και το τέλος της πανδημίας, άρχισε η ανοδική πορεία. Και πάλι, όμως, ο ρυθμός είναι πολύ μικρότερος σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ετσι, από το 2020 μέχρι το 2022 οι μέσες αποδοχές στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 5,86%, που είναι και το 2ο χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. για τη συγκεκριμένη περίοδο (σ.σ. το μικρότερο είναι της Σουηδίας με 5,37%, η οποία όμως έχει τριπλάσιες μέσες αποδοχές από την Ελλάδα). Στο τέλος του 2022 οι μέσες ετήσιες αποδοχές διαμορφώθηκαν σε 16.661 ευρώ.
Η μεγαλύτερη διαφορά
Ποτέ ξανά τις τελευταίες 10ετίες δεν είχαμε τόσο μεγάλη διαφορά σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Το 2013 η διαφορά ήταν 11.561 ευρώ (17.358 ευρώ η Ελλάδα και 28.919 ευρώ ο μέσος όρος της Ε.Ε.) και στο τέλος του 2022 η απόσταση έφτασε σε 18.668 ευρώ (16.661 ευρώ η Ελλάδα και 35.329 ευρώ η Ευρωζώνη). Χώρες που είχαν πολύ χαμηλότερες ετήσιες αποδοχές από την Ελλάδα (Σλοβακία, Κροατία, Λετονία, Τσεχία, Πορτογαλία, Εσθονία, Λιθουανία) πλέον έχουν ξεπεράσει τη χώρα μας και προσφέρουν καλύτερους μισθούς.