Η ψυχολογία του ασθενούς με διαβήτη
Ο πάσχων συνειδητοποιεί ότι διαγιγνώσκεται με μια χρόνια ασθένεια και θα πρέπει να προσαρμόσει τον τρόπο ζωής του και να μάθει να διαχειρίζεται την πάθησή του
Ο σακχαρώδης διαβήτης, ειδικά ο τύπου ΙΙ, είναι όλο και πιο συχνός τα τελευταία χρόνια και σε αυτό παίζουν έναν ρόλο και η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή. Η ανακάλυψη ότι ένας άνθρωπος πάσχει από διαβήτη είναι ένα οδυνηρό γεγονός που επηρεάζει τον ψυχισμό του ασθενούς. Και αυτό γιατί ο πάσχων συνειδητοποιεί ότι διαγιγνώσκεται με μια χρόνια ασθένεια και θα πρέπει να προσαρμόσει τον τρόπο ζωής του και να μάθει να διαχειρίζεται την πάθησή του.
Σε αντίθεση με τον διαβήτη τύπου Ι, ο τύπος ΙΙ μπορεί να μην απαιτεί ενέσεις ινσουλίνης και συχνά μπορεί να ελεγχθεί με αλλαγές στον τρόπο ζωής, με φάρμακα από το στόμα ή και με τα δύο. Η συμμετοχή του ψυχολόγου για τους παραπάνω λόγους είναι πολύ ουσιαστική ειδικά από την έναρξη της διάγνωσης. Μεταξύ άλλων, η επίδραση του σακχαρώδους διαβήτη είναι σημαντική στην ψυχολογία, στην προσωπικότητα αλλά και στις συναισθηματικές αντιδράσεις του πάσχοντος, καθώς μπορεί να επηρεάσουν και την εξέλιξη
της νόσου. Το «κλειδί» για να ζήσει κάποιος καλά με τον διαβήτη είναι να αποφεύγονται προβλήματα που
προκύπτουν από την παρατεταμένη υπεργλυκαιμία ή από τα επεισόδια υπογλυκαιμίας. Και για την
επίτευξη αυτού του στόχου οι διαβητικοί πρέπει να συμμορφώνονται με ορισμένους κανόνες συμπεριφοράς, που όμως δεν είναι πάντοτε εύκολο. Παρότι τις οριστικές αλλαγές που πρέπει να συντελεστούν και αφορούν τη βελτίωση της διατροφής, τη μείωση του καπνίσματος, την αύξηση της αερόβιας άσκησης και της διαχείρισης του άγχους και της κατάθλιψης -είναι γνωστές στους πάσχοντες από διαβήτη- συχνά τους είναι αδύνατο να ακολουθήσουν.
«Σε αυτή την περίπτωση κρίνεται αναγκαία η βοήθεια από έναν ειδικό, γιατί πολύ απλά πολλές από αυτές τις συμπεριφορές είναι συνήθειες ετών που δίνουν στους ανθρώπους απόλαυση.
Συνεπώς απαιτούνται ειδικές τεχνικές ώστε να μπορέσει κάποιος να αλλάξει τις συμπεριφορές
αυτές χωρίς να αισθάνεται μειονεκτικά, ψυχολογική δυσφορία ή αίσθημα διαφορετικότητας», επισημαίνει η Άννα Χατζηδημητρίου, ΒΑ, MSc ψυχολόγος Υγείας, ειδικευμένη στην Ψυχοογκολογία και στον Χρόνιο Πόνο.
Η διαχείριση του στρες για άτομα που είναι ήδη διαβητικά ή διατρέχουν κίνδυνο για διαβήτη είναι
επιβεβλημένη και τους βοηθάει να ρυθμίσουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους.
Αλλαγές στη συμπεριφορά
Οι ψυχολόγοι μπορούν να βοηθήσουν τους ασθενείς να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους για να βελτιώσουν σταδιακά τις διατροφικές τους συνήθειες και τα επίπεδα δραστηριότητάς τους. Μπορούν επίσης να βοηθήσουν τους ασθενείς να μάθουν αποτελεσματικές στρατηγικές για να διασφαλίσουν ότι ελέγχουν τακτικά τη γλυκόζη του αίματος, ότι λαμβάνουν τη φαρμακευτική τους αγωγή και ότι φέρνουν εις πέρας και άλλες δραστηριότητες αυτοδιαχείρισης του διαβήτη. Συχνά τα άτομα που έχουν πρόσφατα διαγνωστεί με διαβήτη δυσκολεύονται να αποδεχτούν τη διάγνωση, ειδικά αν αισθάνονται σωματικά υγιή.
Οι ψυχολόγοι μπορούν να τους βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν συναισθηματικές αντιδράσεις όπως η
δυσπιστία, η ενοχή και το άγχος και να μάθουν πώς να αποδέχονται την κατάστασή τους. Επιπλέον, τα
άτομα με διαβήτη έχουν διπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη από τα άτομα που δεν πάσχουν. Τα συμπτώματα της κατάθλιψης, όπως η κούραση και το αίσθημα αναξιότητας, μπορούν να
αναγκάσουν τους ανθρώπους να αγνοήσουν τη θεραπεία τους και να εμπλακούν σε ανθυγιεινές συμπεριφορές, όπως η υπερκατανάλωση τροφής ή η άρνηση λήψης της φαρμακευτικής τους αγωγής.