ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΕΔΕΙΞΕ» ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ
Σε δίκη παραπέμφθηκε ένας 74χρονος κατηγορούμενος για ασελγείς πράξεις σε βάρος ανήλικης
Η παιδαγωγική ικανότητα, η ευστροφία και η αποφασιστικότητα μιας εκπαιδευτικού έδωσαν τέλος στον εφιάλτη που βίωνε μια 11χρονη μαθήτρια δημοτικού, στη Θεσσαλονίκη. Στο πλαίσιο του μαθήματος η ανήλικη εκμυστηρεύτηκε στη δασκάλα της ότι έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από έναν ηλικιωμένο συγγενή της, με τον οποίο διέμεναν στην ίδια οικοδομή.
Αστυνομικοί συνέλαβαν τον 74χρονο και τον οδήγησαν ενώπιον της δικαιοσύνης. Μετά την απολογία του κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος και οδηγήθηκε στις φυλακές Γρεβενών ενώ με βούλευμα του Συμβουλίου
Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης παραπέμφθηκε να δικαστεί σε Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Κατηγορείται για γενετήσιες πράξεις με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε τα 12 έτη της ηλικίας του και για κατάχρηση ανηλίκων, κατ’ εξακολούθηση.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η μαθήτρια της ΣΤ’ τάξης, σε δημοτικό σχολείο της Θεσσαλονίκης, διέμενε με τους γονείς της στον 1ο όροφο πολυώροφης οικοδομής. Στον 2ο όροφο διέμενε ο κατηγορούμενος με τη σύζυγό του. Μεταξύ του 74χρονου και της μητέρας της ανήλικης παθούσας υπήρχε εξ αγχιστείας συγγενική σχέση, καθώς ο αδελφός της συζύγου του παντρεύτηκε την γιαγιά της ανήλικης παθούσας.
ΑΠΌ ΤΟ ΣΧΟΛΕIΟ ΣΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜIΑ
Στις 7 Ιουνίου 2022 προσήλθε στο τμήμα Προστασίας Ανηλίκων Θεσσαλονίκης της ΕΛΑΣ, μια εκπαιδευτικός του σχολείου και ανέφερε πως στο πλαίσιο του μαθήματος Φυσικής, σχετικά με το αναπαραγωγικό σύστημα, η ανήλικη παθούσα της εκμυστηρεύτηκε ότι άνδρας από την οικοδομή που διέμενε ενήργησε σε βάρος της ασελγείς πράξεις.
Η εκπαιδευτικός ενημέρωσε τη διευθύντρια του σχολείου και τη μητέρα της ανήλικης ενώ στη συνέχεια ενημερώθηκε και η αστυνομία. Εξεταζόμενη, παρουσία ψυχολόγου, η ανήλικη ανέφερε ότι τα τελευταία τουλάχιστον τρία χρόνια, ο κατηγορούμενος ενεργούσε κατ’ επανάληψη ασελγείς πράξεις σε βάρος της. Αυτό γινόταν είτε εντός της οικίας του, κατά τον χρόνο επίσκεψης της μαθήτριας στην προγιαγιά της, την οποία φιλοξενούσε, εν απουσία των γονέων της, είτε εντός της αποθήκης που διατηρούσε ο κατηγορούμενος στο
ισόγειο της πολυκατοικίας.
Ειδικότερα, η ανήλικη κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι, από τότε που άρχισε να πηγαίνει και να έρχεται μόνη στο σχολείο από το σπίτι, ο κατηγορούμενος, ευρισκόμενος στην αποθήκη κάνοντας εκεί διάφορες εργασίες, όταν την έβλεπε να έρχεται από το σχολείο, της απηύθυνε διάφορες εκφράσεις σεξουαλικού περιεχομένου και προτάσεις που αφορούν σε ασελγείς πράξεις.
Η κατάσταση επαναλαμβανόταν μέρα παρά μέρα ενώ το ίδιο γινόταν και προ διετίας όταν η ίδια πήγαινε στην οικία του για να δει την προγιαγιά της, όποτε ο κατηγορούμενος την έπαιρνε μέσα στο δωμάτιο του και την κακοποιούσε σεξουαλικά. Της ζητούσε να μην πει σε οποιονδήποτε αυτά
που της έκανε.
Στην κατάθεση της, η μητέρα ανέφερε ότι όταν ενημερώθηκε από την εκπαιδευτικό συζήτησε με την κόρη της και αυτή της εξιστόρησε όσα συνέβησαν ενώ της έδειξε την αποθήκη στο ισόγειο της οικοδομής όπου διαδραματίζονταν όλα τα παραπάνω.
«ΕΚΔIΚΗΣΗ ΛΌΓΩ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΏΝ»
Απολογούμενος, ενώπιον της ανακρίτριας αλλά και κατά την αστυνομική προανάκριση, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τις κατηγορίες, επιχειρώντας να προσδώσει στο πρόσωπο του
τη χροιά ενός αθώου ανθρώπου.
Ισχυρίστηκε ότι οι καταθέσεις της ανήλικης παθούσας είναι απολύτως ανακριβείς, πιθανότατα είναι υποβολιμαίες, πρωτίστως από την γιαγιά και ακολούθως από την μητέρα της ανήλικης και γίνονται για λόγους εκδίκησης τόσο εναντίον του, όσο και της οικογένειας του. Ανέφερε ότι
με την οικογένειας της ανήλικης δεν έχει καλές σχέσεις λόγω κληρονομικών διαφορών, μάλιστα οι σχέσεις αυτές από πλευράς τους είναι εχθρικές.
Το δικαστικό συμβούλιο έκρινε, όμως, ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ότι η ανήλικη
αλλά και η μητέρα της, που κατέθεσε τα όσα της εκμυστηρεύτηκε η κόρη της, θα κατέφευγαν σε μια τόσο
επικίνδυνη για αυτές ενέργεια, αναφέροντας δηλαδή ψευδή γεγονότα για τόσο σοβαρά ποινικά αδικήματα,
επιδιώκοντας ένα επισφαλές αποτέλεσμα.
Η αλήθεια των λεγομένων της ανήλικης ενισχύεται και από τις ψυχολογικές πραγματογνωμοσύνες που
κατέδειξαν την αντιληπτική της ικανότητα και την ψυχική της κατάσταση. Καταλυτικές ήταν τόσο η ένορκη κατάθεση της εκπαιδευτικού του δημοτικού σχολείου, με τα όσα της εκμυστηρεύτηκε η ανήλικη, όσο και η κατάθεση της μητέρας της.
«Προέκυψε αναμφίβολα ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε γενετήσιες πράξεις σε βάρος της ανήλικης παθούσας. Τις γενετήσιες πράξεις, τέλεσε, εκμεταλλευόμενος τη μικρή της ηλικία, τη σχέση συμπάθειας που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα σε αυτόν και την παθούσα και της ευάλωτης θέσης της, λόγω της ανηλικότητας της, της συγγενικής τους σχέσης και την αδυναμία της να αντιδράσει» αναγράφεται στο παραπεμπτικό βούλευμα τους Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης.