Προϋπολογισμός «ευημερίας», με την κοινωνία να… σέρνεται
Μετάβαση σε περίοδο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων • «Πρωτοπόρο» σε προσλήψεις και αύξηση δαπανών για το 2024 το υπουργείο Προ.Πο.
H διετία 2022-2023 ήταν περίοδος «ευημερίας» για τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας. Η «ευημερία» αυτή την κατέστησε ικανή να επιστρέψει από το 2024 στον νέο κύκλο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, καθώς φέτος λήγει η τετραετής (από το 2020!) περίοδος δημοσιονομικής «ευελιξίας» που συνδυάστηκε με (υψηλά για τα έτη 2020-2021) πρωτογενή ελλείμματα μέχρι και το 2022.
Ωστόσο, ενώ ανοίγει το 2024 ο κύκλος της λιτότητας στις δαπάνες, από το 2025-2026 κλείνει ο κύκλος τόσο των δημοσιονομικών ωφελειών από τον υψηλό πληθωρισμό όσο και των ωφελειών από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Η ασύμπτωτη τροχιά αυτών των δύο κύκλων καθιστά το 2024 έτος καμπής για την οικονομία και την κοινωνία. Και αναβαθμίζει τη σημασία της ανάλυσης των βασικών δεδομένων του προϋπολογισμού που κατέθεσε χθες ο υπουργός Οικονομικών κ. Κωστής Χατζηδάκης.
Παρουσιάζοντας χθες τον προϋπολογισμό, ο κ. Χατζηδάκης έβαλε τον τίτλο «η οικονομία ακόμη πιο ψηλά». Αυτό όμως ισχύει μόνο αν μιλάμε για τη μία πλευρά του «φεγγαριού»: το ΑΕΠ, το πρωτογενές πλεόνασμα, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ, τις επενδύσεις, τον πληθωρισμό – παρόλο που κι εκεί υπάρχουν ουσιώδεις «αστερίσκοι». Δεν ισχύει αν μιλάμε για τη φορολογική επιβάρυνση, τα εισοδήματα των εργαζόμενων και τις δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα, δηλαδή για την κοινωνική πολιτική. Με τον προϋπολογισμό του 2024 το χάσμα ανάμεσα στα δύο μεγάλωσε.
Μακρο-επιτυχίες…
Το «βαρύ πυροβολικό» του προϋπολογισμού είναι τα δημοσιονομικά, οι επενδύσεις και οι ρυθμοί ανάπτυξης. Το 2023 κλείνει με το αναθεωρημένο προς τα πάνω πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% (η αρχική εκτίμηση-στόχος ήταν 0,7%). Προβλέπονται ρυθμοί ανάπτυξης 2,9% και αύξηση του ΑΕΠ από 222.766 εκατ. ευρώ το 2023 σε 233.775 εκατ. ευρώ, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί περαιτέρω στο 152,3 εκατ. ευρώ και οι ακαθάριστες επενδύσεις θα υπερδιπλασιαστούν από 7,1% του ΑΕΠ το 2023 σε 15,1% του ΑΕΠ το 2024. Αναμφισβήτητα, στην τριετία στην τριετία 2022-2024 –και αν δεν υπάρξουν απρόβλεπτα γεγονότα το 2024 που θα ανατρέψουν τα δεδομένα– έχει υπάρξει μεγάλη δημοσιονομική «προσαρμογή» (με την έννοια που το εννοούν το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή), η οποία στηρίχτηκε σε υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ.
…με «αστερίσκους»
Ωστόσο, υπάρχουν κι εδώ ουσιώδεις «αστερίσκοι»:
● Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του ΑΕΠ το 2022 και 2023 δεν οφείλεται στους ρυθμούς ανάπτυξης αλλά στον αποπληθωριστή του ΑΕΠ, δηλαδή στην επίδραση του υψηλού πληθωρισμού στο ΑΕΠ. Το 2024 είναι το πρώτο έτος της τριετίας που ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ είναι χαμηλότερος από τους ρυθμούς ανάπτυξης, σηματοδοτώντας το τέλος αυτού του δημοσιονομικού «έκτακτου μπόνους». Επομένως και η μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο «μπόνους» του υψηλού αποπληθωριστή.
● Η αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται και σε ένα δεύτερο «μπόνους», εξωγενές, δηλαδή που προκύπτει από την εσωτερική δυναμική της ελληνικής οικονομίας: τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η μεγάλη αύξηση των επενδύσεων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτούς. Ο προϋπολογισμός υπολογίζει ότι από τις 2,9 μονάδες των ρυθμών ανάπτυξης του 2024 η 1,9, πάνω από το 50%, οφείλεται στους πόρους του ΤΑΑ.
● Πανηγυρίζοντας για το ΑΕΠ και τις επενδύσεις, η κυβέρνηση κάνει τις λάθος συγκρίσεις επειδή τη βολεύουν: Λέει α) ότι το ΑΕΠ είναι στο κορυφαίο σημείο για τα χρόνια μετά το 2010 (αντί να διαπιστώσει ότι βρίσκεται ακόμη κάτω από τα επίπεδα του 2008, όταν ήταν 242 δισ. ευρώ) και β) ότι οι επενδύσεις είναι επίσης στο υψηλότερο σημείο μετά το 2010 (αντί να διαπιστώσει ότι βρίσκονται ακόμη πάνω από 5 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο).
● Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης πέφτει ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά το συνολικό χρέος (χρέος Κεντρικής Διοίκησης) έχει σταθεροποιηθεί 46 δισ. ευρώ πάνω από τα επίπεδα του 2019.
● Το πρότυπο της ανάπτυξης στηρίζεται (βλέπε σχετικό γράφημα με την προστιθέμενη αξία τομέων της οικονομίας) ξανά στις κατασκευές, τον τουρισμό, τις σχετικές με την ακίνητη περιουσία δραστηριότητες και τον τομέα δημόσια διοίκηση και άμυνα. Η συμβολή του πρωτογενούς τομέα είναι… δυσδιάκριτη, ο δε τομέας της βιομηχανίας μόνο χάρη στην ενέργεια αποκτά αξιόλογη διάσταση.
Παροχές φτώχειας
Η ευρωστία του προϋπολογισμού στηρίζεται στον συνδυασμό φορολογικών υπερεσόδων και καθήλωσης των κοινωνικού χαρακτήρα δαπανών.
Οσον αφορά τους φόρους, το 2023 υπεραπέδωσαν (δηλαδή απέδωσαν πάνω από τις προβλέψεις), κυρίως ο ΦΠΑ και λιγότερο ο φόρος εισοδήματος (περισσότερο των φυσικών προσώπων και λιγότερο των εταιρειών).
Στις δαπάνες, χαρακτηριστική είναι η μείωση στις μεταβιβάσεις κατά περισσότερο από 2 δισ. ευρώ. Η μείωση αυτή εξειδικεύεται σε διάφορες υποκατηγορίες κοινωνικών δαπανών. Δεν πρόκειται για επιμέρους αστοχία, αλλά κορυφαίο ζήτημα «αρχιτεκτονικής» του προϋπολογισμού, καθώς η Ελλάδα συγκαταλέγεται στην πρώτη «ταχύτητα» των χωρών με υψηλούς δείκτες φτώχειας.
Μία από τις διαστάσεις του προβλήματος είναι και η απαξίωση των υπηρεσιών των «κοινωνικών» υπουργείων (Παιδείας και Υγείας), όπου παρατηρείται το υψηλότερο ποσοστό αποχώρησης υπαλλήλων λόγω συνταξιοδότησης και το μικρότερο ποσοστό νέων προσλήψεων (βλέπε σχετικά γραφήματα). Δεν συντρέχει όμως λόγος ανησυχίας, αφού το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη είναι μακράν πρώτο στο ποσοστό αύξησης των νέων προσλήψεων, με δεύτερο στη σειρά το υπουργείο Εθνικής Αμυνας.